πλατύνω

πλατύνω
ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς]
καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ' ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι, διευρύνομαι (α. «πλάτυναν τα παπούτσια μου» β. «πλάτυνε ο ορίζοντάς του»)
2. παθ. πλατύνομαι και πλαταίνομαι
είμαι δεκτικός πλατύνσεως, επιδέχομαι πλάτυνση («ο δρόμος δεν πλαταίνεται άλλο»)
μσν.
(σχετικά με το στόμα) ανοίγω διάπλατα
μσν.-αρχ.
1. (σχετικά με τον χριστιανισμό) διαδίδω
2. φρ. «πλατύνω τὸ στόμα τινὸς ἐπί τινα» — παρέχω σε κάποιον ελευθερία λόγου έναντι άλλου, τόν αφήνω να πει ὁ,τι θέλει
αρχ.
1. επεκτείνω («πλατύνειν τὴν εἰσβολήν», Ιώσ.)
2. μεγαλώνω κάτι αραιώνοντάς το («τοὺς ἐφεξῆς στίχους πλατύνειν», Αρρ.)
3. μιλώ με επιτηδευμένους λαρυγγισμούς ή με έκταση τής φωνής, εκφράζομαι με λέξεις οι οποίες προσδίδουν πλάτος στη φωνή μου («πλατύνειν τὴν φωνήν», Ερμογ.)
4. (σχετικά με τον λόγο) καθιστώ κάτι σχοινοτενές, μακρηγορώ
5. μεταχειρίζομαι πλεονασμούς («πιστοῡται δι' οὐ κατ' ἐνθύμημα μόνον, ἀλλὰ καὶ κατ' ἐπιχείρημα πλατύνων», Δίον. Αλ.)
6. μέσ. πλατύνομαι
α) (για την κόρη τού οφθαλμού) διαστέλλομαι
β) υπερηφανεύομαι για κάτι, καυχώμαι, κομπορρημονώ
7. φρ. α) «πλατύνομαι τὴν γῆν» — επεκτείνω, μεγαλώνω τη χώρα μου
β) «πλατύνω τὴν καρδίαν» — ανακουφίζω, ελαφρώνω την καρδιά κάποιου από μέριμνες ή φροντίδες
γ) «πλατύνεται ἡ καρδία»
i) ανοίγει η καρδιά μου, ανακουφίζομαι από τις έγνοιες ή τις φροντίδες, ξαλαφρώνω
ii) αλαζονεύομαι
δ) «πλατύνεται τὸ στόμα μου» — κομπορρημονώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλατύνω — πλατύνω, πλάτυνα, πεπλατυσμένος βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: πλατύνω : η μτχ. πεπλατυσμένος απαντάται κυρίως ως επίθετο (→ πλατύς και σχεδόν επίπεδος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλατυνῶ — πλατύνω widen fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνω — πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres ind act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνω — πλάτυνα, βλ. πλαταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλατυσμένα — πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύνεαι — πλατύνω widen fut ind mid 2nd sg (epic ionic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen aor subj mid 2nd sg (epic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλατυσμένον — πλατύνω widen perf part mp masc acc sg πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπλατυσμένων — πλατύνω widen perf part mp fem gen pl πλατύνω widen perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”